- ποκάζω
- ποκ-άζω, ([etym.] πόκος)A = ποκίζω, Sch.Ar.Av.714, Suid.s.v. πέκτειν.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποκάζω — Α βλ. ποκίζω … Dictionary of Greek
ποκάζειν — ποκάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποκίζω — και ποκάζω Α [πόκαι] 1. κουρεύω 2. (ιδίως στο μέσ.) ποκίζομαι κουρεύω για δική μου χρήση («τίς τρίχας ἀντ ἐρίων ἐποκίξατο;», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek